- εκπολιτιστής
- οαυτός που εκπολιτίζει.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκπολιτιστής — ο αυτός που εκπολιτίζει (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… … Dictionary of Greek
Μάντατς, Ίμρε — (Imre Madach, Αλσοστρέγκοβα 1823 – Νόγκραντ 1864). Ούγγρος θεατρικός συγγραφέας. Επειδή υποστήριξε τα επαναστατικά κινήματα του 1848 49, φυλακίστηκε ένα χρόνο. Το 1861 εξελέγη βουλευτής. Η αποτυχία της συζυγικής του ζωής και η κρίση που… … Dictionary of Greek
Μίνως — Μυθικός βασιλιάς της Κρήτης, γιος της Ευρώπης και του Δία, αδελφός του Ραδάμανθη και του Σαρπηδόνα. Παντρεύτηκε την Πασιφάη, κόρη του Ήλιου και απέκτησε μαζί της τη Φαίδρα, την Αριάδνη, την Ακακαλλίδα, τον Κατρέα, τον Δευκαλίωνα και τον Γλαύκο.… … Dictionary of Greek